- εκχερσώνομαι
- εκχερσώνομαι, εκχερσώθηκα, εκχερσωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υποχερσούμαι — όομαι, Α (για έκταση γης) εκχερσώνομαι βαθμιαία («ἄνω τῆς ἐπιφανείας τοῡ ὕδατος ὑποχερσουμένης τῇ βάσει», Γρηγ. Νύσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χερσοῦμαι «γίνομαι ξηρός και άγονος»] … Dictionary of Greek